- πολυπόδων
- πολύπους 1many-footedneut gen plπολύπους 1many-footedmasc/fem/neut gen plπολύπους 2poulpmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδρόζωα — Ομοταξία κοιλεντερωτών. Στην oμοταξία αυτή υπάγονται κοιλεντερωτά ζώα των οποίων η ακτινωτή κατασκευή έχει ως βάση 4, 6 ή περισσότερες ακτίνες. Τα κοιλεντερωτά αυτά έχουν τη μορφή μέδουσας ή πολύποδων. Οι πρώτες κολυμπούν ελεύθερα, έχουν μορφή… … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek
πενατούλη — (pennatula phosphorea). Κοιλεντερωτό της ομοταξίας των ανθόζωων. Συγκροτεί αποικίες πολυπόδων με μορφή φτερού (μήκους περ. 30 εκ.), και ρόδινο χρώμα· έχει ένα στέλεχος, χωμένο με το κατώτερο άκρο του στον αμμώδη βυθό, που περιέχει έναν κερατοειδή … Dictionary of Greek
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
διπλόποδα — (diplopoda). Μία από τις δύο υφομοταξίες στις οποίες διαιρείται η ομοταξία των μυριαπόδων. Περιλαμβάνει τα γένη που είναι γνωστά με την ονομασία πολυπόδια (π.χ. τους ιούλους, τις γλυμερίδες, τους πολυδέσμους κ.ά.). Tα δ. έχουν κυλινδρικό,… … Dictionary of Greek
ευπλόκαμος — η, ο (Α εὐπλόκαμος και ἐϋπλόκαμος, ον, θηλ. και ἐϋπλοκαμίς, ῑδος)] αυτός που έχει ωραίες πλεξούδες, ωραία κόμη νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ευπλόκαμος γένος πτηνών τής οικογένειας τών φασιανιδών αρχ. 1. (στον Όμ.) ως επίθ. θεαινών και γυναικών … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κοινοσάρκιο — το ζωολ. παχύ τοίχωμα τών πολυπόδων τών κοιλεντεροζώων το οποίο εκκρίνει το κοινέγχυμα που ενώνει μεταξύ τους τα άτομα και μπορεί να δώσει με εκβλάστηση τα νέα ζωίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenosarcium < coeno (πρβλ. κοινός) +… … Dictionary of Greek
κορμίδια — τα ζωολ. ομάδα πολυπόδων που φέρονται από τον μίσχο στα σιφωνοφόρα κνιδόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cormidia < corm (πρβλ. κορμός) + κατάλ. idia, πληθ. τής idium (πρβλ. ίδιον)] … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek